ΑΝΔΡΙΚΟ:ΚΟΥΚΑΚΙ- Α.Σ. ΠΑΠΑΓΟΥ 1-2 (17.11.2013) ΑΠΟ ΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΤΟΥ BILLY BO ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΤΖΑΚ

γράφει ο Άγης Μπράτσος

 

Πάμε σινεμά;

Ο Φεντερίκο Φελίνι παραπονιόταν στον Ζορζ Σιμενόν ότι με τις ταινίες του ασχολιόταν αποκλειστικά με τον εαυτό του, ενώ αντίθετα ο Σιμενόν ως συγγραφέας   στρεφόταν με το έργο του προς τους άλλους.

“Ελάτε τώρα , κύριε Φελίνι”, του είπε ο Σιμενόν. “Ησυχάστε. Έτσι κι αλλιώς οι άλλοι είμαστε πάντα εμείς”.

Αλλά ας βγούμε λίγο από τις σκοτεινές αίθουσες ή τα μαύρα ποδοσφαιρικά σκοτάδια  που βλέπω  καμιά φορά εκτός Ανδρικού , και ας δούμε λίγο το πραγματικό ποδόσφαιρο. Μιλάω  για το Ανδρικό.

Όμως, πρώτα πρώτα τι σημαίνει η ενασχόλησή μου με τον Σύλλογο και την ομάδα;  Μήπως κάποια θεάρεστη προσφορά;   Ησυχάστε, ό,τι κάνω το κάνω για μένα.

Για φαντάσου, τώρα που το “τρίτο μου παιδί”, στο οποίο επίσης έχω τρελή αδυναμία, δεν ανήκει στο Ανδρικό, βίωσα την προηγούμενη αγωνιστική , χάρις στο αλάνθαστό μου ένστικτο που με κράτησε κοντά στην ομάδα, υπεροψίαν και μέθην. Σαν τον καβαφικό “Δαρείο”.

Το ένστικτο αυτό έχει ονοματεπώνυμο: Γιάννης Ντόκος.

Δεν ήμουν το καλοκαίρι στο Καντού αλλά ήξερα. Και με λειψή ομάδα ο κόουτς Ντόκος κάνει τη διαφορά. Και με κουτσά άλογα. Και με σταρ. Δεν κραδαίνει στο χέρι Εγχειρίδια Προπονητικής. Χτίζει ομάδες με προσωπικότητα. Με βασικό κορμό. Γνωρίζει σε βάθος τον μοιραίο παράγοντα που ονομάζεται ψυχολογία του παίκτη. Δεν συγκροτεί την ενδεκάδα του για να ικανοποιήσει την αδηφάγο εξέδρα. Ούτε μετατρέπει το ρόστερ του σε ατραξιόν επαρχιακού καμπαρέ, όπου όλοι πρέπει να κάνουν την εμφάνισή τους, να παίξουν για να κρατηθούν οι ισορροπίες. Δεν είναι οι ομάδες πασαρέλα για να περιφέρονται από… έξωμες τουαλέτες μέχρι μαγιό. Το κυριότερο: πρώτιστη μέριμνά του είναι οι ομάδες που κοουτσάρει να προσπαθούν να παίξουν δημιουργικό ποδόσφαιρο. Κι όχι ντάπα ντούπα το ταμ ταμ. Η θέση του, λοιπόν, στον πάγκο του Ανδρικού Τμήματος  και η επιτυχία του ήταν για μένα ένα στοίχημα που έπρεπε να κερδίσω πάση θυσία.  Για λόγους ουσιώδεις. Βέβαια, “Για τα ουσιώδη δεν υπάρχουν προβλέψεις στην Ιστορία”, έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Αλλά αδιαφορώ για τις προβλέψεις. Ακόμα κι αν υπήρχε περίπτωση να πέσει η ομάδα,  γνώμη για τον Ντόκο δεν θα άλλαζα.

 

Κυριακή λοιπόν στο γήπεδο του Ρουφ. Με πάμπολλες απουσίες  (τι χαριτωμένη, αλήθεια, λέξη – οι απουσίες για τους ανίκανους να διαχειριστούν μια ομάδα) αλλά φύγαμε νικητές, αν και στο ημίχρονο βρεθήκαμε πίσω στο σκορ με πέναλτι που  – καλό μάς κάνει να το λέμε – δικαίως ο ρέφερι καταλόγισε εις βάρος μας. Όμως ήταν στον αγωνιστικό χώρο οι 2 στυλοβάτες, Λιούκας και Αλεξιάδης, ο πολύτιμος Ζέρβας και τα νέα παιδιά.  Ακόμα κι αν παίζουν χρόνια στην ομάδα, μεγαλωμένα στις υποδομές μας, για μας παιδιά είναι.Υλικό ένα κι ένα στα χέρια του Ντόκου. Στα χέρια άλλων…

Να πούμε ότι τα παιδιά πέτυχαν την ανατροπή επειδή  έπαιξαν με ψυχή; Σαφέστατα. Αλλά όποιος μπορεί και θέλει  να εμβαθύνει περισσότερο αποκομίζει το μείζον:  τους παίκτες να τρέχουν όλοι μαζί στον Προπονητή τους για να πανηγυρίσουν το γκολ.

Ιδού η ουσία, ένας Προπονητής που κάνει τα παιδιά να παίζουν όχι μόνο για  φανέλες και άδεια πουκάμισα  αλλά -ναι!!!- και για πάρτη του.

Να εξηγούμαστε μια και καλή.

Χωρίς συναίσθημα δεν κρατιούνται οι ομάδες. Ούτε καν τα περιώνυμα ποδοσφαιρικά κλαμπ.

 

Κάποια στιγμή μετά τη λήξη οι παίκτες κατευθύνονται στο πούλμαν. Μένουμε  στο άδειο γήπεδο μόνο ο  Ντόκος ( ο Τζακ όπως τον αποκαλώ ) κι εγώ.  Αμίλητοι. Αίφνης με   αρπάζει  και με σηκώνει ψηλά.

Θα το θυμάμαι το βλέμμα του, με συμπυκνωμένο το συναίσθημα στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως.

Ασφαλώς και δεν είχα κάνει τίποτα για τη νίκη. Ήταν αποκλειστική υπόθεση των παιδιών και δική του. Εάν καταγράφω τη σκηνή, δεν είναι γιατί η κοινή μας αίσθηση για τα πράγματα  έδωσε απλώς ένα ναρκισσιστικό  παρών. Μιλάω για μια μέθεξη που ανοίγει ορίζοντες όταν αγωνίζεσαι για ένα σκοπό.

 

Για φαντάσου , δεύτερη φορά που γράφω “για φαντάσου” σ’ αυτό το κείμενο, για φαντάσου,  σκέφτηκα όταν έμεινα τελείως μόνος.   Από εκείνο το άλλο περιώνυμο νυχτερινό κλαμπ μιας μυθικής πια εποχής, εκείνο το καταγώγιο  που σύχναζα με τον Βασίλη, τον Ισίδωρο και τα μοντέλα της δεκαετίας του ‘8ο ,  να βρεθώ σήμερα στην αγκαλιά του Τζακ!

Μια απίστευτη διαδρομή, χιλιάδες μίλια αλλά πάντοτε με συναίσθημα. Και προορισμό.

Είτε αφορά νυχτερινές φαντασιώσεις είτε την πραγματικότητα. Ή μάλλον ένα μικρό αλλά θαυματουργό τμήμα της πραγματικότητας. Οι περισσότεροι ας το αποκαλούν και ποδόσφαιρο.

Υ.Γ .ΤΟ 1973, τέτοια εποχή, έκρυβα στο σπίτι μου τον  Αναστάσιο Μήνη, καταδιωκόμενο από τη Χούντα του Ιωαννίδη.

Παραθέτω από τη συλλογή μου Πρώτο φως  στίχους από το ποίημα  “Όλα γνωστά”, αφιερωμένο στη μνήμη του:

 

Και είναι φυσικά κοινό μυστικό.

Ψηλά το φως ακμάζει

αλλά και το χαμηλό σκοτάδι

γιατί δεν είναι δύσκολο να καταπέσεις.

Μα τι με νοιάζει.

Καιρός για καμιά αυταπάτη.

Στο τίποτα δεν πρόκειται να ενδώσω.

Θ’ ανυψωθώ κι ας σαρωθώ.

Ας είναι το φως.

Ας είναι το σκοτάδι.

Ας είναι κάτι.